- συναγριαίνω
- συναγρῐαίνω,A to be fierce along with, τινι Them.Or.15.191c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγριαίνω — Α γίνομαι άγριος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγριαίνω (< ἄγριος)] … Dictionary of Greek